εορταστικός

εορταστικός
-ή, -ό
επίρρ.
1. που ανήκει ή αναφέρεται σε εορτή ή εορτασμό, που γίνεται για εορτασμό ή που συμβαίνει σε εορτασμό, πανηγυρικός, πανηγυριώτικος: Εορταστική ατμόσφαιρα.
2. ο ευχετήριος για τη γιορτή κάποιου: Εορταστικό τηλεγράφημα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἑορταστικός — fit for a festival masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εορταστικός — και γιορταστικός, ή, ό (AM εορταστικός, ή, όν) [εορτάζω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε γιορτή νεοελλ. 1. ευχετήριος στη γιορτή κάποιου 2. το ουδ. ως ουσ. το εορταστικό εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει τις ακολουθίες τών μεγάλων εορτών …   Dictionary of Greek

  • ἑορταστικῶν — ἑορταστικός fit for a festival fem gen pl ἑορταστικός fit for a festival masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑορταστικόν — ἑορταστικός fit for a festival masc acc sg ἑορταστικός fit for a festival neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑορταστικαῖς — ἑορταστικός fit for a festival fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑορταστικαί — ἑορταστικός fit for a festival fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑορταστικοῖς — ἑορταστικός fit for a festival masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑορταστικοί — ἑορταστικός fit for a festival masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑορταστικοῦ — ἑορταστικός fit for a festival masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑορταστικούς — ἑορταστικός fit for a festival masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”